kawał
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kawał (pl) αρσενικό
- μεγεθυντικό του kawałek, η κομματάρα, η κομμάτα
- (συνεκδοχικά) πολύς, αρκετός
- mamy jeszcze kawał drogi, żeby dojechać do Warszawy - έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσουμε στη Βαρσοβία
- η πλάκα, το αστείο, το ανέκδοτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη kawałek