cire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cire < λατινική cera

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cire cires

cire (fr) θηλυκό

  • το κερί
    le musée Grévin présente des dizaines de personnages de cire
    το μουσείο Grévin παρουσιάζει δεκάδες κέρινα αγάλματα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]