citizen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
citizen citizens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

citizen (en)

  • πολίτης, αυτός που έχει πολιτικά δικαιώματα
    The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
    Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.