cléricalisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • cléricalisme < clérical
  • Η λέξη μαρτυρείται από το 1855.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cléricalisme (fr) αρσενικό

  • Η γνώμη αυτών που υποστηρίζουν την ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]