clérical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clérical < λατινική clericalis
Η λέξη μαρτυρείται από τον 12ο αιώνα.

Επίθετο

[επεξεργασία]

clérical (fr)

  1. που αφορά τον κλήρο
  2. που έχει σχέση με την κληροκρατίακληρικοκρατία)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

κληροκρατία

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]