cléricature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cléricature | cléricatures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cléricature (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cléricature | cléricatures |
cléricature (fr) αρσενικό