Μετάβαση στο περιεχόμενο

clergé

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clergé < μέση γαλλική clergié < λατινική clericatus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /klɛʁ.ʒe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clergé clergés

clergé (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]