clergé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- clergé < μέση γαλλική clergié < λατινική clericatus
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| clergé | clergés |
clergé (fr) αρσενικό
- ο κλήρος