Μετάβαση στο περιεχόμενο

clarinette

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clarinette clarinettes

clarinette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  clair