classeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
classeur | classeurs |
classeur (fr) αρσενικό
- το κλασέρ
- ο χαρτοφύλακας ή έπιπλο για την ταξινόμηση εγγράφων
- (φιλοτέλεια) είδος άλμπουμ για την κατάταξη των γραμματοσήμων
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- classeur fédéral (χοντρό κλασέρ, στην Ελβετία)
- classeur à pinces
- classeur à trous
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- classeur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé