clay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clay (en) (μη μετρήσιμο)

  1. ο πηλός, πήλινος
    The villagers kept the cured pork in clay pots.
    Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
  2. (γεωλογία) άργιλος