άργιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | άργιλος | οι | άργιλοι |
γενική | του/της | αργίλου | των | αργίλων |
αιτιατική | τον/την | άργιλο | τους/τις | αργίλους |
κλητική | άργιλε | άργιλοι | ||
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άργιλος < αρχαία ελληνική ἄργιλος / ἄργιλλος (θηλυκό), με μεταπλασμό και σε αρσενικό σε -ος [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άργιλος αρσενικό ή θηλυκό
- γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένυδρα αργιλιούχα φυλλοπυριτικά πετρώματα που περιέχουν διάφορες ποσότητες μετάλλων, μεταλλικών οξειδίων και οργανικών ενώσεων, πηλός
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άργιλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άργιλος
[επεξεργασία]
- ↑ άργιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)