άργιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η άργιλος οι άργιλοι
      γενική του/της αργίλου των αργίλων
    αιτιατική τον/την άργιλο τους/τις αργίλους
     κλητική άργιλε άργιλοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άργιλος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άργιλος < αρχαία ελληνική ἄργιλος / ἄργιλλος (θηλυκό), με μεταπλασμό και σε αρσενικό σε -ος [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άργιλος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]