clearance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clearance | clearances |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clearance (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το καθάρισμα, η εκκαθάριση, απομάκρυνση άχρηστων στοιχείων
- ⮡ Clearance of debris from the road took many hours.
- Το καθάρισμα των συντριμμιών από τον δρόμο κράτησε πολλές ώρες.
- ⮡ Clearance of the plot happened before construction began.
- Το καθάρισμα του οικοπέδου έγινε πριν ξεκινήσει η κατασκευή.
- ⮡ The clearance of debts was necessary for the business restructuring.
- Η εκκαθάριση των χρεών ήταν απαραίτητη για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης.
- ⮡ an end-of-season clearance sale - ξεπούλημα λόγω τέλους της σεζόν
- ⮡ We bought the TV on clearance.
- Αγοράσαμε την τηλεόραση στο ξεπούλημα.
- ⮡ Clearance of debris from the road took many hours.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χώρος ή το ύψος που χρειάζεται μεταξύ δύο αντικειμένων για να μην ακουμπούν μεταξύ τους
- ⮡ The parking lot has enough clearance for large vehicles.
- Το πάρκινγκ έχει αρκετό χώρο για μεγάλα οχήματα.
- ⮡ There is not enough clearance for the couch to get through the door.
- Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσει ο καναπές από την πόρτα.
- ⮡ The bridge clearance is 4 meters, so be careful with the truck.
- Το ύψος της γέφυρας είναι 4 μέτρα, οπότε πρόσεχε με το φορτηγό.
- ⮡ The tunnel has low clearance and tall vehicles cannot pass.
- Το τούνελ έχει χαμηλό ύψος και τα ψηλά οχήματα δεν μπορούν να περάσουν.
- ≈ συνώνυμα: space
- ⮡ The parking lot has enough clearance for large vehicles.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια που δίνεται σε κάποιον πριν μπορέσει να εργαστεί κάπου, να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες ή να κάνει κάτι που θέλει να κάνει
- ⮡ The employee needs security clearance to enter the building.
- Ο υπάλληλος χρειάζεται άδεια ασφαλείας για να μπει στο κτίριο.
- ⮡ She received clearance to work abroad.
- Έλαβε άδεια για να εργαστεί στο εξωτερικό.
- ⮡ You need medical clearance (=clearance from a doctor) to participate in the race.
- Χρειάζεσαι άδεια από γιατρό για να συμμετάσχεις στον αγώνα.
- ⮡ The employee needs security clearance to enter the building.
- (μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια εισόδου ή εξόδου ενός ατόμου, οχήματος ή αγαθών από αεροδρόμιο ή χώρα
- ⮡ customs clearance - τελωνειακή άδεια
- ⮡ The airplane took off as soon as it got clearance.
- Το αεροπλάνο απογειώθηκε μόλις πήρε την άδεια.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εκκαθάριση, η διαδικασία μιας πληρωμής σε τραπεζικό λογαριασμό επιβεβαιώνεται από την τράπεζα, ώστε τα χρήματα να είναι διαθέσιμα για χρήση
- ⮡ Clearance of the payments will take seven days.
- Η εκκαθάριση των πληρωμών θα διαρκέσει επτά ημέρες.
- ⮡ Clearance of the payments will take seven days.