clearance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clearance (en)
- ενημερότητα
- άδεια, εξουσιοδότηση
- customs clearance / τελωνειακή άδεια