Μετάβαση στο περιεχόμενο

clearance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
clearance clearances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clearance < clear + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clearance (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το καθάρισμα, η εκκαθάριση, απομάκρυνση άχρηστων στοιχείων
      Clearance of debris from the road took many hours.
    Το καθάρισμα των συντριμμιών από τον δρόμο κράτησε πολλές ώρες.
      Clearance of the plot happened before construction began.
    Το καθάρισμα του οικοπέδου έγινε πριν ξεκινήσει η κατασκευή.
      The clearance of debts was necessary for the business restructuring.
    Η εκκαθάριση των χρεών ήταν απαραίτητη για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης.
      an end-of-season clearance sale - ξεπούλημα λόγω τέλους της σεζόν
      We bought the TV on clearance.
    Αγοράσαμε την τηλεόραση στο ξεπούλημα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χώρος ή το ύψος που χρειάζεται μεταξύ δύο αντικειμένων για να μην ακουμπούν μεταξύ τους
      The parking lot has enough clearance for large vehicles.
    Το πάρκινγκ έχει αρκετό χώρο για μεγάλα οχήματα.
      There is not enough clearance for the couch to get through the door.
    Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσει ο καναπές από την πόρτα.
      The bridge clearance is 4 meters, so be careful with the truck.
    Το ύψος της γέφυρας είναι 4 μέτρα, οπότε πρόσεχε με το φορτηγό.
      The tunnel has low clearance and tall vehicles cannot pass.
    Το τούνελ έχει χαμηλό ύψος και τα ψηλά οχήματα δεν μπορούν να περάσουν.
     συνώνυμα: space
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια που δίνεται σε κάποιον πριν μπορέσει να εργαστεί κάπου, να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες ή να κάνει κάτι που θέλει να κάνει
      The employee needs security clearance to enter the building.
    Ο υπάλληλος χρειάζεται άδεια ασφαλείας για να μπει στο κτίριο.
      She received clearance to work abroad.
    Έλαβε άδεια για να εργαστεί στο εξωτερικό.
      You need medical clearance (=clearance from a doctor) to participate in the race.
    Χρειάζεσαι άδεια από γιατρό για να συμμετάσχεις στον αγώνα.
  4. (μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια εισόδου ή εξόδου ενός ατόμου, οχήματος ή αγαθών από αεροδρόμιο ή χώρα
      customs clearance - τελωνειακή άδεια
      The airplane took off as soon as it got clearance.
    Το αεροπλάνο απογειώθηκε μόλις πήρε την άδεια.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εκκαθάριση, η διαδικασία μιας πληρωμής σε τραπεζικό λογαριασμό επιβεβαιώνεται από την τράπεζα, ώστε τα χρήματα να είναι διαθέσιμα για χρήση
      Clearance of the payments will take seven days.
    Η εκκαθάριση των πληρωμών θα διαρκέσει επτά ημέρες.