climate change
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
climate change | climate changes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]climate change (en) (συνήθως μη μετρήσιμο)
- η κλιματική αλλαγή
- ⮡ Climate change may be responsible for more extreme temperatures.
- Η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να είναι υπεύθυνη για ακόμη περισσότερες ακραίες θερμοκρασίες.
- ⮡ Climate change may be responsible for more extreme temperatures.
Πηγές
[επεξεργασία]- climate change - Cambridge Dictionary online