climate change

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
climate change climate changes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

climate change < → δείτε τις λέξεις climate και change

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈklaɪ.mət ˌtʃeɪndʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

climate change (en) (συνήθως μη μετρήσιμο)

  • η κλιματική αλλαγή
    Climate change may be responsible for more extreme temperatures.
    Η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να είναι υπεύθυνη για ακόμη περισσότερες ακραίες θερμοκρασίες.

Πηγές[επεξεργασία]