change
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
change | changes |
change (en)
- η αλλαγή
- ≈ συνώνυμα: alteration και modification
- (μη μετρήσιμο) τα ψιλά (νομίσματα)
- (μη μετρήσιμο) τα ρέστα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | change |
γ΄ ενικό ενεστώτα | changes |
αόριστος | changed |
παθητική μετοχή | changed |
ενεργητική μετοχή | changing |
change (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, γίνομαι διαφορετικός
- ↪ The weather will change.
- Ο καιρός θα γυρίσει.
- ↪ His condition changed for the better/worse.
- Η κατάστασή του γύρισε προς το καλύτερο/χειρότερο.
- ↪ The weather will change.
- (μεταβατικό) αλλάζω, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό
- ↪ That doesn’t change things at all.
- Αυτό δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα.
- ↪ You can’t change someone’s personality in a day.
- Δεν μπορείς να αλλάξεις την προσωπικότητα κάποιου σε μια μέρα.
- ↪ He is constantly changing his mind.
- Διαρκώς αλλάζει γνώμη.
- ↪ I won’t change a word in the essay.
- Δεν θα αλλάξω λέξη στην έκθεση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη alter
- ↪ That doesn’t change things at all.
- (μεταβατικό) αλλάζω, σταματώ να έχω μια κατάσταση, θέση ή κατεύθυνση και αρχίζω να έχω μια άλλη
- ↪ He changed color when he saw me.
- Άλλαξε χρώμα όταν με είδα.
- ↪ She completely changed her policy/ideas.
- Άλλαξε εντελώς πολιτική/ιδέες.
- ↪ The ship changed course.
- Το πλοίο άλλαξε πορεία.
- ↪ He changed color when he saw me.
- (μεταβατικό) αλλάζω, γυρίζω, αντικαθιστώ ένα πράγμα, πρόσωπο, υπηρεσία κτλ. με κάτι νέο ή διαφορετικό
- ↪ I change my name/address/residence/car.
- Αλλάζω όνομά/διεύθυνσή/κατοικία/αυτοκίνητό μου.
- ↪ I am changing a bulb/a tire.
- Αλλάζω λάμπα/λάστιχο.
- ↪ Don’t change the subject!
- Μην γυρίζεις την κουβέντα!
- ↪ I change my name/address/residence/car.
- (μεταβατικό) αλλάζω, ανταλλάσσω χρήματα για το ίδιο ποσό σε διαφορετικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα
- ↪ Can you change a five-pound note?
- Μπορείτε να μου αλλάξετε ένα πεντόλιρο;
- ↪ Can you change a five-pound note?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, πάω από το ένα λεωφορείο, τρένο κ.λπ. στο άλλο για να συνεχίσω ένα ταξίδι
- ↪ I am changing trains there.
- Αλλάζω τρένο εκεί.
- ↪ I am changing trains there.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, για ρούχα, βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα
- ↪ I am changing./I am changing clothes.
- Αλλάζω ρούχα.
- ↪ I am changing./I am changing clothes.
- (μεταβατικό) αλλάζω, για κρεβάτι, βάζω καθαρά σεντόνια κτλ. σε ένα κρεβάτι
- ↪ He is changing the sheets.
- Αλλάζει σεντόνια.
- ↪ He is changing the sheets.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- change (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- change (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32, 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω, γυρίζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
change (fr) αρσενικό
- το άλλαγμα, η αλλαξιά
- το συνάλλαγμα