change
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
change | changes |
change (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
change (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
change (fr) αρσενικό
- το άλλαγμα, η αλλαξιά
- το συνάλλαγμα