changes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
changes (en)
- πληθυντικός του change