cloître
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cloître | cloîtres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cloître (fr) αρσενικό
- περιστύλιο μοναστηριού
- μονή
ενικός | πληθυντικός |
cloître | cloîtres |
cloître (fr) αρσενικό