coal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
coal coals

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coal (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το κάρβουνο, ο άνθρακας, το υλικό
    ⮡  Old trains were powered by coal.
    Τα παλιά τρένα κινούνταν με κάρβουνο.
  2. το κάρβουνο, ένα κομμάτι κάρβουνο, ειδικά ένα που καίγεται
    ⮡  live coals - αναμμένα κάρβουνα