coal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coal | coals |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coal (en)
- (μη μετρήσιμο) το κάρβουνο, ο άνθρακας, το υλικό
- ⮡ Old trains were powered by coal.
- Τα παλιά τρένα κινούνταν με κάρβουνο.
- ⮡ Old trains were powered by coal.
- το κάρβουνο, ένα κομμάτι κάρβουνο, ειδικά ένα που καίγεται
- ⮡ live coals - αναμμένα κάρβουνα