codex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
codex (en), πληθυντικός: codices ή codexes
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- codex < caudex < πρωτοϊταλικό *kaud-ek- < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *keh2u-d-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
codex (la)