comb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comb combs

comb (en)

ενεστώτας comb
γ΄ ενικό ενεστώτα combs
αόριστος combed
παθητική μετοχή combed
ενεργητική μετοχή combing

comb (en)

  1. (μεταβατικό) χτενίζω, ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα
    I am combing my hair.
    Χτενίζω τα μαλλιά μου.
    You didn’t comb your hair well.
    Δε χτενίστηκες καλά.
    Tomorrow I’m going to get my hair combed. (κυριολεκτική μετάφραση)./Tomorrow I’m going to get my hair done. (πιο συνηθισμένο)
    Αύριο θα πάω να χτενιστώ.
    combed hair - χτενισμένα μαλλιά
    Your hair needs combing.
    Τα μαλλιά σου θέλουν χτένισμα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτενίζω, ερευνώ εξονυχιστικά
    We are combing the house for the wallet.
    Χτενίζουμε το σπίτι για το πορτοφόλι.

Σύνθετα

[επεξεργασία]