comb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comb (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]comb (en)
- χτενίζω
- (μεταφορικά) χτενίζω, ερευνώ εξονυχιστικά
comb (en)
comb (en)