comb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
comb | combs |
comb (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | comb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | combs |
αόριστος | combed |
παθητική μετοχή | combed |
ενεργητική μετοχή | combing |
comb (en)
- (μεταβατικό) χτενίζω, ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα
- ↪ I am combing my hair.
- Χτενίζω τα μαλλιά μου.
- ↪ You didn’t comb your hair well.
- Δε χτενίστηκες καλά.
- ↪ Tomorrow I’m going to get my hair combed. (κυριολεκτική μετάφραση)./Tomorrow I’m going to get my hair done. (πιο συνηθισμένο)
- Αύριο θα πάω να χτενιστώ.
- ↪ combed hair - χτενισμένα μαλλιά
- ↪ Your hair needs combing.
- Τα μαλλιά σου θέλουν χτένισμα.
- ↪ I am combing my hair.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτενίζω, ερευνώ εξονυχιστικά
- ↪ We are combing the house for the wallet.
- Χτενίζουμε το σπίτι για το πορτοφόλι.
- ↪ We are combing the house for the wallet.