comfort
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| comfort | comforts |
comfort (en)
- (μη μετρήσιμο) η άνεση, η βολή, το να είμαι σωματικά χαλαροί και απαλλαγμένοι από πόνο· το να έχω μια ευχάριστη ζωή, με όλα όσα χρειάζομαι
They live in great comfort.
- Ζουν με μεγάλη άνεση.
I don’t want to leave the comfort of my armchair.
- Δε θέλω να εγκαταλείπω την άνεση της πολυθρόνας μου.
The driver’s responsibility is the comfort and the safety of passengers.
- Η ευθύνη του οδηγού είναι η άνεση και η ασφάλεια επιβατών.
- (μη μετρήσιμο) η παρηγοριά, ένα αίσθημα ότι δεν υποφέρω ή ανησυχώ τόσο πολύ· ένα αίσθημα λιγότερο δυστυχισμένος
a few words of comfort - λίγα λόγια παρηγοριάς
If it’s any comfort to you…
- Αν αυτό σου είναι παρηγοριά…
I take comfort in the idea that…
- Με παρηγορεί η ιδέα ότι…
- (ενικός) η παρηγοριά, ένα άτομο ή ένα πράγμα που με βοηθάει όταν υποφέρω, ανησυχώ ή είμαι δυστυχισμένος
Your letter/Your presence was a great comfort to me.
- Το γράμμα σου/Η παρουσία σου ήταν μεγάλη παρηγοριά για μένα.
You were a big comfort to all of us.
- Ήσουν μεγάλη παρηγοριά για όλους μας.
It’s a comfort to know that…
- Είναι παρηγοριά να ξέρεις ότι…
- (συνήθως πληθυντικός) οι ανέσεις, τα κομφόρ, κάτι που κάνει τη ζωή μου πιο άνετη
The hotel has all the modern comforts.
- Το ξενοδοχείο έχει όλες τις σύγχρονες ανέσεις/τα σύγχρονα κομφόρ.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | comfort |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | comforts |
| αόριστος | comforted |
| παθητική μετοχή | comforted |
| ενεργητική μετοχή | comforting |
comfort (en)