commercialise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | commercialise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commercialises |
αόριστος | commercialised |
παθητική μετοχή | commercialised |
ενεργητική μετοχή | commercialising |
Ρήμα
[επεξεργασία]commercialise (en)