commercialize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | commercialize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commercializes |
αόριστος | commercialized |
παθητική μετοχή | commercialized |
ενεργητική μετοχή | commercializing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- commercialize < commercial + -ize
Ρήμα[επεξεργασία]
commercialize (en)
- εμπορεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι για να προσπαθήσω να βγάλω κέρδος, ειδικά με τρόπο που οι άλλοι άνθρωποι δεν εγκρίνουν
- ↪ They are commercializing the sport.
- Εμπορεύονται τον αθλητισμό.
- ↪ They are commercializing the sport.