commercial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: commensal

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός commercial
συγκριτικός more commercial
υπερθετικός most commercial

commercial (en)

  • εμπορικός
    The book was a big commercial success.
    Το βιβλίο ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commercial commercials

commercial (en)

  • η διαφήμιση
    radio commercials - ραδιοφωνικές διαφημίσεις

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό commercial commerciaux
θηλυκό commerciale commerciales

commercial (fr)