commissioner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
commissioner commissioners

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

commissioner (en)

  1. ο επίτροπος
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ο/η αστυνόμος, ο διευθυντής
    ⮡  The Police Commissioner ordered the streets be cleared.
    Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]