commutation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
commutation commutations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

commutation (fr) θηλυκό

  1. η μετάθεση
  2. (τεχνολογία) η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο σημεία ενός δικτύου

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη commuter