compagnon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.pa.ɲɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
compagnon | compagnons |
compagnon (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
compagnon | compagnons |
compagnon (fr) αρσενικό