companhia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

companhia (pt) < companha + -ia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

companhia (pt)

  1. η συντροφιά, η παρέα
  2. η εταιρία, η επιχείρηση
  3. η εταιρεία ατόμων με κοινό σκοπό (π.χ. φιλόμουσος εταιρία)
  4. ο θίασος
  5. τμήμα μεραρχίας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • fazer companhia: acompanhar : κάνω παρέα