complicity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]
complicity μέσος 17ος αιώνας < μέση αγγλική complice (συνεργάτης) < παλαιά γαλλικά < υστερολατινικά complex (συνασπισμένος, συμμαχικός, σύμμαχος) < λατινικά complicare (διπλωμένος μαζί) (Δείτε και complicate, accomplice)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complicity (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]