complimentary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

complimentary (en)

  1. κολακευτικός, επαινετικός
    complimentary letters
  2. δωρεάν
    the bartender offered everyone a complimentary drink