complimentary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]complimentary (en)
- κολακευτικός, επαινετικός
- complimentary letters
- δωρεάν
- the bartender offered everyone a complimentary drink