composta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composta (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composta (it)