Μετάβαση στο περιεχόμενο

comune

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comune comuni

comune (it)

  1. ο κοινός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comune comuni

comune (it)

  1. η κοινότητα
  2. κοινό