concession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concession (en)

  1. η παραχώρηση δικαιώματος, θέσης, κλπ.
  2. η αποδοχή (πχ. μιας ήττας)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
concession concessions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concession (fr) θηλυκό

  1. η παραχώρηση
  2. (για ένα χωράφι, κλπ) η εκχώρηση
  3. (σε μια συζήτηση) η υποχώρηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]