concession
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concession (en)
- η παραχώρηση δικαιώματος, θέσης, κλπ.
- η αποδοχή (πχ. μιας ήττας)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concession | concessions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concession (fr) θηλυκό
- η παραχώρηση
- (για ένα χωράφι, κλπ) η εκχώρηση
- (σε μια συζήτηση) η υποχώρηση