παραχώρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχώρηση οι παραχωρήσεις
      γενική της παραχώρησης* των παραχωρήσεων
    αιτιατική την παραχώρηση τις παραχωρήσεις
     κλητική παραχώρηση παραχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχώρηση < ελληνιστική κοινή παραχώρησις < αρχαία ελληνική παραχωρέω / παραχωρῶ < παρά + χωρέω / χωρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concession)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxo.ɾi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραχώρηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]