χωρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χωρέω < χῶρος

χωρέω-χωρῶ

  1. κάνω χώρο για να χωρέσουν κι άλλοι, χωράω εγώ, τρυπώνω, χώνομαι και μπαίνω, ή χώνομαι κάπου και φεύγω
    τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων
    ἐχώρησαν πάλιν αὖτις
    τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει
    κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους
    οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα : η γη δεν τους χωρούσε και τους δυο
  2. υποχωρώ
    γαῖα ἔνερθε χώρησεν: η γη "χώρεσε" το χώμα μέσα της, δηλαδή υποχώρησε το έδαφος, άνοιξε η γη
  3. επιστρέφω από κάπου (με γενική συνήθως)
  4. προχωρώ (μετά τα ομηρικά χρόνια η έννοια αυτή)
    νὺξ ἐχώρει : καθώς περνούσε πια η νύχτα, προχωρούσε ο χρόνος
  5. σημειώνω πρόοδο, προχωρώ ή για κάτι αρνητικό, χειροτερεύω
    τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω
    χωρεῖ τὸ κακόν : το κακό προχώρησε
  6. οδεύω, βαίνω, πάω (όπως λέμε "πώς πάνε τα πράγματα" ή "όλα βαίνουν καλώς"), γίνομαι
    τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον: προχωρούν όπως συμφωνήσαμε
    εὐτυχέως ἐχώρησεν κακῶς 'ἐχώρησεν: πήγε καλά, πήγε άσχημα
    πάντα διὰ πράξεων καὶ . . ἀγώνων κεχωρηκότα όλα γίνονται με αγώνες ή τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσπάθεια
  7. κατανοώ (ελληνιστική έννοια)
    οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον : δεν κάνουν όλοι χώρο στην καρδιά τους να μπει ο λόγος <του Θεού>

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • χωρεῖτε : άιντε από εδώ, α να χαθείτε, φύγετε
  • πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει (Ηράκλειτος)

Σύνθετα

[επεξεργασία]