concetto
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concetto | concetti |
concetto (it) αρσενικό
- έννοια, σύλληψη, αρχή
- concetti astratti - αφηρημένες έννοιες
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concetto | concetti |
concetto (it) αρσενικό