concetto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concetto | concetti |
concetto (it) αρσενικό
- έννοια, σύλληψη, αρχή
- concetti astratti - αφηρημένες έννοιες
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
concetto | concetti |
concetto (it) αρσενικό