concitoyen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concitoyen | concitoyens |
θηλυκό | concitoyenne | concitoyennes |
concitoyen (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concitoyen | concitoyens |
θηλυκό | concitoyenne | concitoyennes |
concitoyen (fr) αρσενικό