concoct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

concoct (en)

  1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κάτι ανακατεύοντας διάφορα υλικά
  2. επινοώ, σκέφτομαι και βρίσκω κάτι καινούριο ή μια λύση