concupiscence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.pi.sɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concupiscence | concupiscences |
concupiscence (fr) θηλυκό