condensateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
condensateur < condenser + -ateur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
condensateur | condensateurs |
condensateur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) η πλήμνη ενός δικτύου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη condenser