condenseur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
condenseur | condenseurs |
condenseur (fr) αρσενικό
- συσκευή όπου, χάρη στην ψύξη, συμβαίνει η συμπύκνωση ενός αερίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη condenser