Μετάβαση στο περιεχόμενο

condenseur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

condenseur < condenser + -eur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
condenseur condenseurs

condenseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]