condição

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

condição < απο το λατινικό conditio, onis.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

condição (pt) θηλυκό (πληθ. : condições)


  1. κοινωνική τάξη
    homem de baixa condição (άτομο χαμηλού εισοδήματος, χαμηλής τάξης)
  2. περίσταση, συνθήκη, κατάσταση
  3. όρος, προϋπόθεση
    perdoou-lhe, sob a condição de não reincidir (τον συγχώρεσε υπό την προϋπόθεση να μην επαναληφθεί)
  4. σημασία, σημαίνων, διάκριση
    pessoas de condição (άτομα υψηλού κύρους, επιπέδου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

condição sine qua non (ικανή και αναγκαία συνθήκη, εκ των ων ουκ άνευ)