configure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- configure < μέση αγγλική configure (αρχικά με κοινή σημασία της λατινικής) < λατινική configurare ‘σχηματοποιώ-διαμοφώνω βάση μοτίβου’ < con- ‘μαζί’ + figurare ‘σχηματοποιώ, δίνω μορφη’ (< figura ‘σχήμα ή μορφή’)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα μεταβατικό
[επεξεργασία]configure (en)