confirmo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

confirmo < cum + firmo

Ρήμα[επεξεργασία]

confirmo (la) (cōnfirmō1, cōnfirmāvī, cōnfirmātum, cōnfirmāre)

  1. στηρίζω
  2. επιβεβαιώνω

Κλίση[επεξεργασία]