firmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | firmo | firmoj |
αιτιατική | firmon | firmojn |
firmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | firmo | firmoj |
αιτιατική | firmon | firmojn |
firmo (eo)