conflagration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌkɒnfləˈɡreɪʃən/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conflagration | conflagrations |
conflagration (en)
(για κάποιες χρήσεις και χωρίς πληθυντικό)
- η πύρινη λαίλαπα, η ανεξέλεγκτη πυρκαγιά
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conflagration | conflagrations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conflagration (fr) θηλυκό