confluence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confluence (en)

  1. συμβολή, συμβολή ποταμών
    • Συνώνυμα: meeting of two rivers
  2. συμβολή, διασταύρωση, διακλάδωση
  3. συρροή, συγκέντρωση
  4. (μεταφορικά) συνδυασμός