congruence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
congruence | congruences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
congruence (en)
- συμφωνία
- αρμονία
- συμβατότητα, αρμονικό ταίριασμα