conoscenza
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conoscenza < λατινική cognoscentia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conoscenza | conoscenze |
conoscenza (it)
ενικός | πληθυντικός |
conoscenza | conoscenze |
conoscenza (it)