Μετάβαση στο περιεχόμενο

consentement

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
consentement consentements

consentement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]