Μετάβαση στο περιεχόμενο

consequence

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: conséquence
      ενικός         πληθυντικός  
consequence consequences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consequence (en)

  • η συνέπεια, το επακόλουθο
      a natural/necessary/logical/unavoidable consequence - φυσικό/αναγκαίο/λογικό/αναπότρεπτο επακόλουθο